- μοριαστικά
- μορι-αστικά, τά, title of treatiseA on fractions by Diophantus, Sch.Iamb. in Nic. p.127 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μοριαστικά — Μοριαστικά, τὰ (Α) τίτλος πραγματείας τού Διοφάντους που αφορούσε τα κλάσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόριον, μέσω ενός αμάρτυρου *μοριάζω] … Dictionary of Greek